σπουδαστάς

σπουδαστάς
σπουδαστά̱ς , σπουδαστής
one who wishes well to another
masc acc pl
σπουδαστά̱ς , σπουδαστής
one who wishes well to another
masc nom sg (epic doric aeolic)
σπουδαστά̱ς , σπουδαστός
that deserves to be sought
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπουδαστής — ο, ΝΜΑ, και θηλ. σπουδάστρια, Ν νεοελλ. 1. άτομο και ιδίως νέος που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την εκμάθηση κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας 2. φρ. «οι Σπουδασταί τών Γραφών» χιλιαστική αίρεση η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική… …   Dictionary of Greek

  • Σωμερίτης — Επώνυμο οικογένειας από τη Ζάκυνθο, που είχε καταχωρηθεί το 1587 στο βιβλίο των ευγενών. Αξιολογότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε στην Ιταλία και ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Διετέλεσε εφέτης στα χρόνια της αγγλικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”